Ζήτα συγνώμη από τα παιδιά
Ο γιός μου ήταν 11 όταν, τσακωμένοι για κάτι παπούτσια που επέμενε να του πάρω, διασχίζαμε ένα δρόμο. Είχε καύσωνα, είχαμε αργήσει κι αυτός σαν να περπατούσε πεισματικά, όσο πιο αργά γινόταν πίσω μου. Ήταν μια δύσκολη και στενάχωρη περίοδος με τη μητέρα μου στο νοσοκομείο και πίεση στη δουλειά. Οι υπομονές μου ήταν περιορισμένες. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο πρόβαλε με ταχύτητα στη στροφή. Άπλωσα γρήγορα το χέρι μου και τον τράβηξα απότομα, με σαφώς περισσότερη δύναμη απ΄ ό,τι απαιτούσε η περίσταση και με ένα επιτακτικό «Έλα πια!». Υπήρχε μια δόση βίας σ΄ αυτό. Ναι, και το ξέραμε και οι δυο.
Θέλουμε, όταν τα παιδιά μας φτάνουν στα άκρα, αυτά να αναγνωρίσουν το λάθος τους και να ζητήσουν συγνώμη. Πολλοί μάλιστα εξαναγκάζουν το παιδί να το κάνει. Τι νόημα έχει όμως όταν επί της ουσίας το παιδί το κάνει αλλά δεν το εννοεί; Από την άλλη πώς να το κάνει όταν εμείς, πρώτοι δεν τους έχουμε δώσει το παράδειγμα; Αρκετοί πιστεύουν ότι όταν ζητούν συγνώμη χάνουν το κύρος τους. Ακριβώς το αντίθετο όμως θα συμβεί. Μια συγνώμη θα μαλακώσει τα πληγωμένα συναισθήματα, θα βοηθήσει γονέα και παιδί από αντίθετοι να βρεθούν σε ένα κοινό τόπο αλληλοκατανόησης αποκαθιστώντας τη σχέση και την εμπιστοσύνη. Ιδίως όταν η συμπεριφορά και των δύο υπήρξε «επιλήψιμη». Το σημαντικότερο, θα δείξει στα παιδιά ότι οι σχέσεις αγάπης για να υπάρχουν χρειάζονται συνεχή φροντίδα. Όταν αυτό γίνει σωστά θα τους δώσει πολύτιμες δεξιότητες για το πώς αποκαθίστανται οι σχέσεις όταν προκύψουν οι αναπόφευκτες ρίξεις, οι παρεξηγήσεις, οι αστοχίες, και λάθη σαν και το δικό μου.
Το πιο εύκολο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να εγκλωβιστούμε σε κουβέντες τύπου – «Δεν θα είχα κάνει το Ψ αν δεν είχες κάνει το Χ». Ιδίως όταν οι συγκρούσεις και οι ρήξεις συμβαίνουν τακτικά, αφήνουν το παιδί μόνιμα δυστυχισμένο, ματαιωμένο, θυμωμένο, ντροπιασμένο και πολύ μόνο. Και τα παιδιά θα στρέψουν τα αρνητικά συναισθήματα εναντίον του εαυτού τους, γιατί ποιο παιδί αντέχει στην ιδέα ότι ο γονέας απ΄ τον οποίο εξαρτάται απόλυτα ευθύνεται για πολλά που του συμβαίνουν; Όταν οι ρίξεις δεν επιδιορθώνονται, όταν τα πράγματα δεν έρχονται στο φως, όταν δεν πασχίζουμε να ξαναβρεθούμε σε ένα κοινό τόπο εμπιστοσύνης, τα μαύρα συναισθήματα ριζώνουν / φωλιάζουν μέσα μας για να μας συνοδεύουν στην ενήλικη ζωή. Αβεβαιότητα – ανασφάλεια, ενοχή, επίκριση, θυμός θα ορίζουν και θα χρωματίζουν τις σχέσεις μας αλλά και τη σχέση με τον εαυτό μας. Αυτό θέλουμε για τα παιδιά μας;
Για να μη παρεξηγηθώ, το θέμα δεν είναι να μη νοιώθει κανείς άσχημα για κάτι που είπε ή έκανε. Ο άνθρωπος, όπως έλεγε η γιαγιά μου, είναι ζώον κοινωνικόν. Οι τύψεις βοηθούν να δούμε τον εαυτό μας, να αναλάβουμε την ευθύνη των πράξεών μας, και μας ωθούν να θέλουμε να επαναφέρουμε τις ισορροπίες. Ευθύνη για τα συναισθήματά μας δεν έχουμε, απλά τα νοιώθουμε. Είναι μέρος του εαυτού μας, όπως είναι τα μέρη του σώματός μας. Ευθύνη όμως έχουμε για τον τρόπο που τα εκδηλώνουμε. Και επειδή το παιχνίδι το κάνουμε εμείς, οι γονείς, πρέπει πάντα να φροντίζουμε να ξαναμπούμε σ’ αυτό μαζί με το παιδί μας όταν για οποιοδήποτε λόγο χάνεται η μπάλα.
Εκείνη τη μέρα του ατυχούς συμβάντος ο τσακωμός συνεχίστηκε και στην άλλη μεριά του δρόμου, χειρότερος τώρα. Εκείνος με κατηγορούσε θυμωμένος κι ότι τον «βάρεσα» κι εγώ επέμενα ότι τον τράβηξα κι ας περπάταγε πιο γρήγορα. Είχα στο δευτερόλεπτο μετανιώσει για εκείνη την απότομη και θυμωμένη κίνηση. Ντρεπόμουν και ήθελα να φύγει από πάνω μου. Ήθελα να δικαιολογήσω το φέρσιμό μου ρίχνοντάς του το φταίξιμο.
Πώς βγαίνει ένας γονιός από κάτι τέτοιο; Αρχικά έπρεπε να πάψω να οικτίρω τον εαυτό μου αλλά και να τα βάζω με το παιδί. Αυτό ξεκάθαρα δεν οδηγούσε πουθενά. Σημαντικό βήμα στην αυτογνωσία είναι να στραφούμε με ειλικρίνεια δίπλα στον εαυτό μας και χωρίς κριτική και κατηγόρια, να δούμε τι έγινε με μας. Χωρίζοντας τα συναισθήματα από την συμπεριφορά μπορούσα να δω με κάποια κατανόηση τον εαυτό μου αναγνωρίζοντας το λάθος μου.
Βρίσκοντάς το παιδί αργότερα είπα: « Σχετικά μ’ αυτό που έγινε, λυπάμαι, δεν ήταν σωστό να σε τραβήξω έτσι απότομα. Ήμουν πολύ εκνευρισμένη αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορώ να σπρώχνω. Δεν έλεγξα τα συναισθήματά μου». Με κοίταζε μουτρωμένος «Με βάρεσες!» επέμενε. «Έχεις δίκιο να είσαι θυμωμένος» συνέχισα, «Ένοιωσα άσχημα και δεν ήθελα να το παραδεχτώ ότι σε άρπαξα με βία. Λυπάμαι. Δεν έπρεπε να το κάνω». Το σώμα του τότε χαλάρωσε κι έσκασε ένα μικρό χαμόγελο. «Δεν πειράζει μαμά. Κι εγώ πήγαινα σα χελώνα». Είμασταν και πάλι μαζί.
Μια σωστή επιδιόρθωση δεν περιέχει τη λέξη «αλλά» και καλό είναι το «συγνώμη» να αποφεύγεται. Το «λυπάμαι» αντίθετα, αναγνωρίζει το λάθος, δείχνει συνειδητοποίηση της πράξης και του αντίκτυπού της χωρίς απαιτήσεις. «Τα ήθελες πολύ εκείνα τα παπούτσια» είπα, «Ξέρεις, είναι καλύτερο να με ρωτήσεις πότε θα μπορούσαμε να τα αγοράσουμε αντί να επιμένεις τόσο να τα πάρουμε εκείνη την ώρα». Με κοίταξε κάπως έκπληκτος «Μαμά, αλήθεια θα μου τα πάρεις;!». Και τότε κατάλαβα πραγματικά. Πίσω από το πείσμα ήταν ο φόβος… δεν ήταν όμως μόνο αυτό. «Όλο είσαι στο γραφείο και μετά στη γιαγιά στο νοσοκομείο. Όλο δεν έχεις χρόνο, όλο βιάζεσαι» είπε με παράπονο. «Πότε θα τα παίρναμε;». Κι έτσι αποκαλύφθηκε κι όλος ο μικρός του κόσμος.